- ἀσθενοῦσα
- ἀσθενέωpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)ἀσθενόωweakenpres part act fem nom/voc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσθενούσας — ἀσθενούσᾱς , ἀσθενέω pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀσθενούσᾱς , ἀσθενέω pres part act fem gen sg (doric) ἀσθενούσᾱς , ἀσθενόω weaken pres part act fem acc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραυγάζω — ΜΑ 1. καταυγάζω με ισχυρότατο φως, ακτινοβολώ πάνω σε κάτι με μεγάλη λαμπρότητα 2. εξαφανίζω το φως κάποιου άλλου με τη δύναμη τού δικού μου φωτός, επισκιάζω μσν. 1. μέσ. ὑπεραυγάζομαι διακρίνω καθαρά 2. παθ. φωτίζομαι («βοηθείας χρήζει ἡ… … Dictionary of Greek